καθολικῶς

καθολικῶς
καθολικός
general
adverbial

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καθολικώς — (AM καθολικῶς) επίρρ. βλ. καθολικός …   Dictionary of Greek

  • καθολικός — ή, ό (AM καθολικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σύνολο, γενικός (α. «καθολική ψηφοφορία» β. «καθολική και κοινή ιστορία», Πολ.) 2. φρ. (για τις επιστολές τών αποστόλων) «καθολικές επιστολές» οι επιστολές που δεν απευθύνονται προς… …   Dictionary of Greek

  • παννόητος — ον, Α (για τον Θεό) αυτός που νοείται από όλους, ο καθολικώς εννοούμενος, αυτός που ανήκει απολύτως στον νοητό κόσμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + νοητός (< νοῶ), πρβλ. ευ νόητος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”